Αποτελούν τη λύση για τη βελτιστοποίηση της απόδοσης, τη µείωση της κατανάλωσης καυσίµου και τον περιορισµό των µηχανικών φθορών.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας στους πετρελαιοκινητήρες έχει αυξήσει σηµαντικά τις απαιτήσεις για καύσιµο υψηλής ποιότητας. Παρά τη βελτίωση στις µεθόδους διύλισης, αυτή δεν επαρκεί για να ανταποκριθεί πλήρως στις ανάγκες των σύγχρονων κινητήρων. Τα πρόσθετα βελτιωτικά έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό, ενισχύοντας τη χηµική σύσταση του καυσίµου.
Τα πρόσθετα αναµειγνύονται µε το πετρέλαιο κίνησης σε προκαθορισµένες αναλογίες, ώστε να αποτρέπεται η υποβάθµιση της απόδοσης του κινητήρα, να παρατείνεται η διάρκεια ζωής του και να µειώνονται οι εκποµπές ρύπων. Η εφαρµογή τους µπορεί να γίνει είτε στο στάδιο της διύλισης, είτε κατά τη διαδικασία διανοµής, είτε απευθείας στη δεξαµενή καυσίµου του αυτοκινήτου.
Η χρήση των πρόσθετων πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του κατασκευαστή του κινητήρα και τις οδηγίες του κατασκευαστή του προσθέτου, καθώς η ακατάλληλη χρήση µπορεί να προκαλέσει ανεπιθύµητες χηµικές αντιδράσεις και να οδηγήσει σε δυσλειτουργία. Μία ευρεία γκάµα προϊόντων της Aftermarket αγοράς είναι διαθέσιµη για να ικανοποιήσει τις ποικίλες απαιτήσεις συντήρησης και λειτουργίας των πετρελαιοκινητήρων.
Ο Αντίλογος
Ορισμένοι τεχνικοί εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τη χρήση πρόσθετων καυσίμου σε πετρελαιοκινητήρες, υποστηρίζοντας ότι ενδέχεται να ακυρώσουν την εργοστασιακή εγγύηση. Αυτή η άποψη είναι αντικείμενο συζήτησης, καθώς, σε περίπτωση αντιδικίας, ο κατασκευαστής θα πρέπει να αποδείξει ότι η ζημιά οφείλεται αποκλειστικά στη χρήση πρόσθετων.
Στην πραγματικότητα, οι κατασκευαστές προσθέτων επενδύουν σημαντικούς πόρους σε δοκιμές ώστε να διασφαλίσουν ότι τα προϊόντα τους δεν προκαλούν βλάβες στους κινητήρες. Επιπλέον, αρκετοί κατασκευαστές OEM συνιστούν τη χρήση συγκεκριμένων τύπων προσθέτων, συνήθως για τη βελτίωση της απόδοσης του κινητήρα και την προστασία του από φθορές.
Μία άλλη ανησυχία που συχνά αναφέρεται είναι ότι ορισμένα πρόσθετα ενδέχεται να οδηγήσουν σε πρόωρη απόφραξη του φίλτρου μικροσωματιδίων (DPF) σε πετρελαιοκίνητα οχήματα. Αν και αυτό είναι ένα πιθανό σενάριο, η σωστή επιλογή προσθέτων και συγκεκριμένα εκείνων που δεν περιέχουν τέφρα (ashless additives) – μπορεί να εξαλείψει εντελώς αυτόν τον κίνδυνο.
Στον κλάδο, οι δύο αυτές ανησυχίες είναι οι συνηθέστερες σχετικά με τη χρήση προσθέτων καυσίμου. Ωστόσο, αντιμετωπίζονται μέσω της κατάλληλης ενημέρωσης και επιλογής προϊόντων, επιτρέποντας στον ιδιοκτήτη του οχήματος να επωφεληθεί πλήρως από τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα πρόσθετα στο πετρέλαιο.
Οικογένειες Πρόσθετων
Η χρήση βελτιωτικών ροής για χαµηλές θερµοκρασίες στο πετρέλαιο ήταν περιορισµένη µέχρι τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται εκτεταµένη εφαρµογή προσθέτων. Η συνεχής εξέλιξη των πετρελαιοκινητήρων τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ειδικών προσθέτων, τα οποία κατηγοριοποιούνται ανάλογα µε το σηµείο εφαρµογής τους. Οι κύριες κατηγορίες είναι οι εξής:
Στο Διυλιστήριο
- Αντιοξειδωτικά και βελτιωτικά της σταθερότητας: Χρησιμοποιούνται για τη μείωση της οξείδωσης του καυσίμου και την αύξηση της διάρκειας ζωής του.
- Βελτιωτικά κετανίου: Ενισχύουν την ποιότητα ανάφλεξης του καυσίμου, βελτιώνοντας την απόδοση του κινητήρα.
- Πρόσθετα βελτίωσης ψυχρής ροής: Προλαμβάνουν τη δημιουργία κρυστάλλων παραφίνης σε χαμηλές θερμοκρασίες, εξασφαλίζοντας καλύτερη ροή του καυσίμου.
- Πρόσθετα απενεργοποίησης μετάλλων: Προστατεύουν το καύσιμο από ανεπιθύμητες αντιδράσεις με μεταλλικά στοιχεία.
- Ιχνοθέτες: Ενσωματώνονται για την αναγνώριση και την παρακολούθηση της προέλευσης ή της ποιότητας του καυσίμου.
Στις Εταιρείες Διανομής
- Αναστολείς διάβρωσης: Προστατεύουν τα συστήματα αποθήκευσης και διανομής από τη διάβρωση.
- Πρόσθετα βελτίωσης ιξώδους: Ρυθμίζουν το ιξώδες του καυσίμου ώστε να παραμένει κατάλληλο για χρήση υπό διαφορετικές συνθήκες.
- Αντιστατικά πρόσθετα: Μειώνουν την ηλεκτροστατική φόρτιση, εξασφαλίζοντας ασφάλεια κατά τη μεταφορά και την αποθήκευση.
Στη Δευτερογενή Αγορά (Aftermarket)
- Πρόσθετα ελέγχου λάσπης: Αποτρέπουν τη δημιουργία λάσπης και εναποθέσεων στο καύσιμο.
- Βελτιωτικά κετανίου: Χρησιμοποιούνται για την αύξηση της αποδοτικότητας της καύσης, ενισχύοντας την ισχύ του κινητήρα.
- Πρόσθετα λιπαντικότητας: Βελτιώνουν τη λιπαντικότητα του καυσίμου, μειώνοντας τη φθορά των εξαρτημάτων του κινητήρα.
- Βελτιωτικά τριβής: Ελαχιστοποιούν τις τριβές στα κινούμενα μέρη, συμβάλλοντας στη μείωση των απωλειών ενέργειας.
- Αντιαφριστικά πρόσθετα: Εμποδίζουν τον σχηματισμό αφρού κατά την πλήρωση της δεξαμενής.
- Αναστολείς διάβρωσης: Διασφαλίζουν την προστασία των μεταλλικών μερών από τη διάβρωση.
- Απογαλακτωματοποιητές: Διαχωρίζουν το νερό από το καύσιμο, αποτρέποντας τη δημιουργία εναποθέσεων στον κινητήρα.
Καθυστέρηση Έναυσης
Η ποιότητα της καύσης σε έναν πετρελαιοκινητήρα εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία αναφλέγεται το καύσιμο. Ο χρόνος μεταξύ του ψεκασμού του καυσίμου και της έναυσης πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος. Όταν η έναυση καθυστερεί, προκαλούνται απότομες αυξήσεις στην πίεση μέσα στον θάλαμο καύσης, οι οποίες οδηγούν στο γνωστό «χτύπημα» του κινητήρα. Αυτό το φαινόμενο μειώνει την απόδοση και δημιουργεί πρόσθετους κραδασμούς που καταπονούν τον στροφαλοφόρο άξονα και άλλα εξαρτήματα.
Ο αριθµός κετανίου του καυσίµου πετρελαίου ντίζελ αποτελεί δείκτη της «ευχέρειας ανάφλεξης» του καυσίµου. Αυτή η παράµετρος καθορίζει την ικανότητα του καυσίµου να αυτοαναφλέγεται υπό συγκεκριµένες συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας στον θάλαµο καύσης του κινητήρα. Ο υψηλός αριθµός κετανίου υποδεικνύει ότι το καύσιµο θα ανάψει ευκολότερα, εξασφαλίζοντας πιο οµαλή και αποδοτική λειτουργία του κινητήρα, ενώ ο χαµηλός αριθµός κετανίου µπορεί να οδηγήσει σε ακανόνιστη καύση, αυξηµένη εκποµπή ρύπων και µειωµένη απόδοση.
Ο αριθμός κετανίου ενός καυσίμου πετρελαίου ντίζελ αποτελεί μέτρο της «ποιότητας ανάφλεξής» του. Πιο συγκεκριμένα, δείχνει την ικανότητα του καυσίμου να αυτοαναφλέγεται στον θάλαμο καύσης. Η θερμοκρασία αυτοανάφλεξης του πετρελαίου κυμαίνεται γύρω στους 220°C σε ατμοσφαιρική πίεση. Για τη βελτίωση της απόδοσης, χρησιμοποιούνται πρόσθετα βελτίωσης κετανίου, τα οποία μειώνουν τη θερμοκρασία αυτοανάφλεξης, επιταχύνοντας έτσι τη διαδικασία καύσης.
Ο αριθμός κετανίου βασίζεται σε μια αυθαίρετη κλίμακα από 0 έως 100. Οι δύο ακραίες τιμές ορίζονται από δύο συγκεκριμένους υδρογονάνθρακες:
- 0: Αντιστοιχεί στο α-μεθυλοναφθαλίνιο, το οποίο παρουσιάζει μεγάλη καθυστέρηση στην ανάφλεξη.
- 100: Αντιστοιχεί στο κανονικό δεκαεξάνιο (κετάνιο), το οποίο έχει ελάχιστη καθυστέρηση.
Η μέτρηση του αριθμού κετανίου πραγματοποιείται σε πρότυπη μονοκύλινδρη μηχανή, συγκρίνοντας το εξεταζόμενο πετρέλαιο με μείγματα δεκαεξανίου και α-μεθυλοναφθαλινίου. Για παράδειγμα, καύσιμο με αριθμό κετανίου 40 σημαίνει ότι έχει την ίδια καθυστέρηση ανάφλεξης με ένα μείγμα που περιέχει 40% δεκαεξάνιο και 60% α-μεθυλοναφθαλίνιο.
Ο ιδανικός αριθμός κετανίου για πετρέλαια κίνησης κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 45 και 60.
Σημείο Προσοχής
- Καύσιμο με χαμηλότερο αριθμό κετανίου από το κανονικό μπορεί να προκαλέσει κραδασμούς και μείωση της ισχύος του κινητήρα.
- Καύσιμο με υπερβολικά υψηλό αριθμό κετανίου μπορεί να οδηγήσει σε ατελή καύση, με αποτέλεσμα απώλεια ισχύος, συσσώρευση ρύπων στη μηχανή και αυξημένη ρύπανση του περιβάλλοντος.
Οφέλη Πετρελαίων Υψηλού Αριθμού Κετανίου
Η χρήση πετρελαίων με υψηλό αριθμό κετανίου προσφέρει πολλαπλά πλεονεκτήματα, τόσο στις επιδόσεις του κινητήρα όσο και στην περιβαλλοντική απόδοση. Αυτά περιλαμβάνουν:
- Μείωση στην καθυστέρηση ανάφλεξης.
- Βελτιωμένη ψυχρή εκκίνηση, ιδιαίτερα σε χαμηλές θερμοκρασίες.
- Μειωμένη εκπομπή λευκού καπνού κατά την προθέρμανση.
- Μείωση των εκπομπών ρύπων όπως HC, CO, NOx και PM.
- Μείωση του θορύβου του κινητήρα.
- Μειωμένη κατανάλωση καυσίμου.

Βελτιωτικά Κετανίου
Η εφαρμογή βελτιωτικών αριθμού κετανίου (CNI – Cetane Number Improvers) προσφέρει μία απλή και οικονομική λύση για την αύξηση της ποιότητας ανάφλεξης του πετρελαίου, αποτελώντας ένα άμεσο και οικονομικά προσιτό μέσο για την αναβάθμιση της απόδοσης του πετρελαίου κίνησης. Τα πρόσθετα κετανίου είναι χημικές ενώσεις που προστίθενται στο πετρέλαιο με στόχο την αύξηση του αριθμού κετανίου. Συνήθως, αυτές οι ενώσεις περιλαμβάνουν:
- Νιτρικές ενώσεις
- Νιτροαλκάνια
- Νιτροανθρακικές ενώσεις
- Υπεροξείδια
Τα βελτιωτικά κετανίου επιτυγχάνουν την αύξηση του αριθμού κετανίου του καυσίμου μειώνοντας ουσιαστικά τον χρόνο καθυστέρησης ανάφλεξης, δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ του ψεκασμού του καυσίμου στον θάλαμο καύσης και της έναρξης της καύσης. Αυτή η βελτίωση επιτυγχάνεται μέσω διάφορων μηχανισμών, όπως:
- Αλλαγή της χημικής σύνθεσης του καυσίμου
- Αλλαγή των φυσικών ιδιοτήτων του καυσίμου
- Τροποποίηση της διαδικασίας καύσης
Η χρήση αυτών των βελτιωτικών προσφέρει τα εξής πλεονεκτήματα για την απόδοση του κινητήρα:
- Βελτιωμένη απόδοση του κινητήρα
- Αυξημένη απόδοση καυσίμου
- Μειωμένες εκπομπές ρύπων
- Βελτιωμένη εκκίνηση σε χαμηλές θερμοκρασίες
Το πιο συνηθισμένο πρόσθετο βελτίωσης του αριθμού κετανίου που χρησιμοποιείται είναι ο νιτρικός 2-αιθυλεξυλεστέρας (2-EHN – 2-Ethylhexyl nitrate). Ο 2-EHN προκύπτει από την αντίδραση της 2-αιθυλεξανόλης με νιτρικό οξύ και αποτελεί την κύρια χημική ένωση που χρησιμοποιείται για την αύξηση του αριθμού κετανίου.
Ο 2-EHN είναι θερµικά ασταθής και αποσυντίθεται γρήγορα στις υψηλές θερµοκρασίες του θαλάµου καύσης. Η αποσύνθεση του παράγει ενώσεις που προάγουν την ταχύτερη έναρξη της καύσης, µειώνοντας έτσι τον χρόνο καθυστέρησης ανάφλεξης σε σχέση µε το καύσιµο χωρίς πρόσθετο.
Ένα εναλλακτικό πρόσθετο για τη βελτίωση του αριθμού κετανίου είναι το δι-τριτογενές υπεροξείδιο του βουτυλίου (DTBP – Di-tertiary butyl peroxide), το οποίο χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά. Παρόλο που το DTBP είναι λιγότερο αποτελεσματικό από τον 2-EHN, δεν περιέχει άζωτο, κάτι που είναι σημαντικό για την εκπλήρωση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών απαιτήσεων αναφορικά με τις εκπομπές ρύπων.
Η χρήση αυτών των βελτιωτικών πρόσθετων αριθμού κετανίου αποτελεί έναν οικονομικά αποδοτικό και πρακτικό τρόπο για τη βελτίωση της απόδοσης του κινητήρα και τη μείωση των εκπομπών, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στην αποδοτικότητα του καυσίμου και στη συνολική λειτουργία του οχήματος.
Χειµερινά καύσιµα
Το πετρέλαιο κίνησης είναι ένα μείγμα υδρογονανθράκων με σημαντικές διαφοροποιήσεις στις ιδιότητές τους. Οι παραφινικές ενώσεις είναι επιθυμητές στα πετρέλαια κίνησης λόγω της εξαιρετικής ποιότητας ανάφλεξής τους. Ωστόσο, η παρουσία μεγάλων μορίων παραφίνης μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα, καθώς σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες εμφανίζεται ο διαχωρισμός της, γεγονός που δημιουργεί δυσλειτουργία στο σύστημα διανομής του καυσίμου και είναι ανεπιθύμητο. Όταν τα πετρέλαια κίνησης και θέρμανσης εκτίθενται σε ψυχρές θερμοκρασίες, η καθίζηση παραφίνης μπορεί να φράξει τα συστήματα τροφοδοσίας καυσίμου και ιδιαίτερα τα φίλτρα καυσίμου και να μειώσει την ισχύ του κινητήρα.
Η απόδοση των καυσίμων σε χαμηλές θερμοκρασίες προσδιορίζεται από τρεις βασικές ιδιότητες:
- Το σημείο θόλωσης ή νέφωσης (Cloud Point): Είναι η υψηλότερη θερμοκρασία στην οποία παρατηρείται διαχωρισμός κρυστάλλων παραφίνης από το καύσιμο και οι κρύσταλλοι κεριού γίνονται ορατοί.
- Το σημείο ροής (Pour Point): Είναι η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία το καύσιμο παραμένει ρευστό. Υποδεικνύει τη θερμοκρασία στην οποία η καθίζηση παραφίνης είναι τόσο έντονη που εμποδίζει το καύσιμο να διατηρηθεί σε υγρή κατάσταση.
- Το σημείο απόφραξης ψυχρού φίλτρου (CFPP – Cold Filter Plugging Point): Δείχνει την ικανότητα ροής του καυσίμου σε ψυχρές συνθήκες. Η δοκιμή πραγματοποιείται με τη χρήση τυποποιημένων συνθηκών και εξοπλισμού διήθησης για να μετρηθεί ο ρυθμός με τον οποίο το πετρέλαιο θα περάσει από το φίλτρο κατά την ψύξη του.
Το πρόβληµα µε το σηµείο θόλωσης και το σηµείο ροής είναι ότι παρέχουν δύο ακραίες θερµοκρασίες. Το σηµείο θόλωσης υποεκτιµά την ικανότητα του καυσίµου να ρέει σε χαµηλές θερµοκρασίες, ενώ το σηµείο ροής την υπερεκτιµά.
Σε περιοχές με ψυχρό κλίμα, το ντίζελ που διατίθεται στα πρατήρια καυσίμων πρέπει να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια για το CFPP. Στην Ευρώπη, το πρότυπο EN 590 καθορίζει τις απαιτήσεις για το πετρέλαιο κίνησης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις περιοχές με εύκρατο κλίμα, το πρότυπο EN 590 καθορίζει έξι κλάσεις πετρελαίου, από την Α έως την F. Στην κεντρική Ευρώπη, το χειμερινό ντίζελ (Winter diesel, diesel d’hiver) πρέπει να πληροί τουλάχιστον την κλάση F από τις αρχές Δεκεμβρίου έως τα τέλη Φεβρουαρίου. Τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου, πρέπει να χρησιμοποιείται καύσιμο χαμηλότερης κατηγορίας. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την 514/2004 του Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου, το πετρέλαιο κίνησης έχει τις εξής απαιτήσεις:
- Για την περίοδο από 1 Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου (θερινή περίοδος) το καύσιμο είναι κλάσης Α.
- Για την περίοδο από 1 Οκτωβρίου έως 31 Μαρτίου (χειμερινή περίοδος) το καύσιμο είναι κλάσης C.
Όταν οι θερμοκρασίες πέφτουν σημαντικά, ενδέχεται να προκύψουν προβλήματα εάν χρησιμοποιούνται καύσιμα παραγωγής θερινών μηνών ή καύσιμα που έχουν μεταφερθεί από ψυχρότερα κλίματα.
Βελτιωτικά ροής χαµηλών θερµοκρασιών
Καθώς η θερμοκρασία των καυσίμων μειώνεται, η υψηλή περιεκτικότητα σε κερί μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Οι παραφίνες αρχίζουν να κρυσταλλώνονται και να καθιζάνουν έξω από το διάλυμα ως κρύσταλλοι κεριού. Αυτοί οι κρύσταλλοι μπορεί να φράξουν τα φίλτρα καυσίμου και να επηρεάσουν τη λειτουργικότητα των οχημάτων που χρησιμοποιούν πετρέλαιο κίνησης. Μία παραδοσιακή μέθοδος για τη βελτίωση των χαρακτηριστικών ροής σε χαμηλές θερμοκρασίες του πετρελαίου κίνησης είναι η ανάμειξή του με μεγαλύτερη ποσότητα κηροζίνης. Ωστόσο, η χρήση κηροζίνης αποδεικνύεται οικονομικά ασύμφορη. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, χρησιμοποιούνται συνήθως κατασταλτικά του σημείου ροής (PPD – Pour Point Depressants) ή πρόσθετα τροποποίησης κεριού (WASA – Wax Modifier Additives).
Τα πρόσθετα σημείου απόφραξης ψυχρού φίλτρου (CFPP – Cold Filter Plugging Point) είναι χημικές ενώσεις που προστίθενται στο καύσιμο για να επιτευχθεί η τροποποίηση του μεγέθους και του σχήματος των κρυστάλλων κεριού, αποτρέποντας έτσι την απόφραξη του φίλτρου καυσίμου σε ψυχρές συνθήκες. Ένα κατασταλτικό σημείου ροής (PPD) τροποποιεί τους κρυστάλλους παραφίνης με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός καυσίμου που διατηρεί τη ρευστότητά του και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Τα κατασταλτικά σημείου νέφωσης διαλύουν τις παραφίνες και μειώνουν το σημείο νέφωσης του καυσίμου, επιτρέποντας την ικανοποίηση των προδιαγραφών που απαιτούνται για τη λειτουργία σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Τα πρόσθετα σημείου απόφραξης ψυχρού φίλτρου (CFPP), συνήθως πολυμερή, προστίθενται στο καύσιμο σε μικρές συγκεντρώσεις. Αυτά τα πρόσθετα δρουν τροποποιώντας την κρυσταλλική δομή των μορίων κεριού που μπορεί να σχηματιστούν στο καύσιμο σε χαμηλές θερμοκρασίες. Ως αποτέλεσμα, τα μόρια του κεριού είναι λιγότερο πιθανό να συσσωματωθούν και να σχηματίσουν μεγαλύτερα σωματίδια που ενδέχεται να φράξουν τα φίλτρα καυσίμου.
Πρόσθετα για µυκητολάσπη
Οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν κατά την επεξεργασία στο διυλιστήριο είναι ικανές να αποστειρώσουν αποτελεσματικά το πετρέλαιο κίνησης. Ωστόσο, το καύσιμο μπορεί να μολυνθεί γρήγορα εάν έρθει σε επαφή με μικροοργανισμούς που υπάρχουν στον αέρα ή το νερό. Αυτοί οι μικροοργανισμοί περιλαμβάνουν βακτήρια και μύκητες. Η βιοανάπτυξη εμφανίζεται συνήθως στη διεπιφάνεια πετρελαίου-νερού, όταν υπάρχει, ενώ οι υψηλότερες θερμοκρασίες περιβάλλοντος ευνοούν επίσης την ανάπτυξή τους. Ορισμένοι οργανισμοί απαιτούν αέρα για την ανάπτυξή τους (αερόβια), ενώ άλλοι αναπτύσσονται μόνο στην απουσία αέρα (αναερόβια). Ο διαθέσιμος χρόνος για την ανάπτυξή τους είναι επίσης σημαντικός. Όταν η ποσότητα των οργανισμών αυξάνεται, παράγονται αρκετά όξινα υποπροϊόντα που επιταχύνουν τη διάβρωση των δεξαμενών ή αρκετή βιομάζα (μικροβιακή λάσπη) που ενδέχεται να φράξει τα φίλτρα.
Η κατάσταση χειροτερεύει όταν στο καύσιµο περιέχεται βιοντίζελ. Το βιοντίζελ παράγεται από φυτικά έλαια (όπως καλαµπόκι ή σόγια), ζωικά λίπη και άλλες οργανικές ενώσεις. Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή οδηγία EC2009/30, η προσθήκη βιοντίζελ στο πετρέλαιο κίνησης είναι υποχρεωτική.
Το βιοντίζελ δημιουργεί ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη των μυκήτων, καθώς προσφέρει διατροφικούς πόρους για αυτούς. Η παρουσία μυκήτων οδηγεί στη δημιουργία μυκητολάσπης, μιας μορφής τζελ που προκύπτει από τα απόβλητα των μυκήτων. Αυτή η μυκητολάσπη μπορεί εύκολα να μπλοκάρει σωληνώσεις και φίλτρα καυσίμου, εμποδίζοντας τη σωστή κυκλοφορία του πετρελαίου.
Στην αγορά διατίθενται δύο κατηγορίες πρόσθετων για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος:
- Βιοκτόνα: Αυτά τα πρόσθετα σκοτώνουν τους μύκητες και περιορίζουν την αιτία του προβλήματος. Τα βιοκτόνα χρησιμοποιούνται όταν οι μικροοργανισμοί φτάσουν σε προβληματικά επίπεδα.
- Πρόσθετα διάλυσης τζελ: Αυτά τα πρόσθετα διαλύουν το τζελ που δημιουργούν τα απόβλητα των μυκήτων χωρίς να επηρεάζουν τους ίδιους τους μύκητες. Συνήθως, στην αγορά υπάρχουν και προϊόντα που συνδυάζουν και τα δύο χαρακτηριστικά.
Η καλύτερη επιλογή είναι ένα πρόσθετο που διαλύεται τόσο στο καύσιμο όσο και στο νερό, επιτρέποντας την επίθεση στους μικροοργανισμούς και στις δύο φάσεις (αποσταγμένο καύσιμο και νερό).
Αν και τα βιοκτόνα μπορούν να σταματήσουν αποτελεσματικά τη βιοανάπτυξη, μπορεί να χρειαστεί να αφαιρεθεί η συσσωρευμένη βιομάζα για να αποφευχθεί η απόφραξη των φίλτρων.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗσ